καλαμπουρίζω

καλαμπουρίζω
αμετ. каламбурить, шутить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καλαμπουρίζω" в других словарях:

  • καλαμπουρίζω — καλαμπουρίζω, καλαμπούρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλαμπουρίζω — [καλαμπούρι] λογοπαικτώ, παίζω με τις λέξεις, λέγω καλαμπούρια …   Dictionary of Greek

  • καλαμπουρίζω — καλαμπούρισα, λέω καλαμπούρια: Σταμάτα να καλαμπουρίζεις συνέχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμπουριστής — και καλαμπουρτζής, ο, θηλ. καλαμπουρίστρια και καλαμπουρτζού [καλαμπουρίζω] αυτός που λέει ή κάνει καλαμπούρια, που συνηθίζει να κάνει λογοπαίγνια, όταν συζητά …   Dictionary of Greek

  • λογοπαικτώ — κάνω λογοπαίγνια, καλαμπουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοπαίκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»